μινθέλαιο

μινθέλαιο
το
χημ. αιθέριο έλαιο από ανθοφόρους βλαστούς τής μίνθης τής πιπερώδους ή τού ηδυόσμου τού πιπερώδους, με έντονη αρωματική οσμή μέντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίνθη «μέντα» + ἔλαιο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεντόλαδο — το το μινθέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέντα (Ι) + λάδι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”